- ὑποσευαντήρ
- ὑποσευαντήρ, ῆρος, ὁ,A driver-away,
λοιμοῦ Ath.Mitt.38.64
([place name] Callipolis).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοιμοῦ Ath.Mitt.38.64
([place name] Callipolis).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσευαντήρ — ῆρος, ὁ, Α υποκινητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σεύω «διώχνω, απομακρύνω» + κατάλ. τήρ*, κατά το λυμαντήρ] … Dictionary of Greek
υποσημαντήρ — ῆρος, ὁ, Α (δ. αν.) ὑποσευαντήρ* … Dictionary of Greek